- φρεατίς
- -ίδος, ἡ, Αβλ. φρεατίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρεατίδα — η / φρεατίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. χάσμα γης που συγκοινωνεί με υπόγειο υδροφόρο στρώμα 2. ναυτ. καθεμιά από τις θυρίδες υδροφόρου πλοίου, από όπου μπαίνουν οι ναύτες στο κύτος για να τό καθαρίσουν αρχ. υπόγειο όρυγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος +… … Dictionary of Greek